γλυκάκιας

γλυκάκιας
ο
1) слащавый человек, «сахар-медович»; 2) влюбчивый, сладострастный человек; 3) сластёна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλυκάκιας" в других словарях:

  • γλυκάκιας — ο 1. αυτός που αγαπάει τα γλυκίσματα 2. αυτός που έχει επιτηδευμένους γλυκούς τρόπους 3. ο ερωτύλος …   Dictionary of Greek

  • γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»